- συνοικώ
- συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [σύνοικος]διαμένω στην ίδια κατοικία, συγκατοικώαρχ.1. (για λαούς) σχηματίζω κοινωνία («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», Θουκ.)2. (για άνδρα και γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του ή, απλώς, συζώ με κάποιον3. αστρολ. (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην ίδια θέση τού ζωδιακού κύκλου με άλλον4. (σχετικά με τόπο) καταλαμβάνω και κατοικώ από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», Ηρόδ.)5. απόλ. ζω ως έγγαμος6. (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) είμαι στενά συνδεδεμένος με κάτι («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», Ευρ.)7. παθ. συνοικοῡμαι, -έομαι(για τόπο) είμαι πυκνοκατοικημένος («μέρος ὄντα τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.